- ἀκώλιστος
- ἀκώλιστος, ον,A not divided into clauses ([etym.] κῶλα), D.H.Comp.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακώλιστος — ἀκώλιστος, ον (Α) [κωλίζω] (για περιόδους τού λόγου) αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν διαιρείται σε κώλα, δηλαδή σε περιόδους … Dictionary of Greek
ἀκώλιστον — ἀκώλιστος not divided into clauses masc/fem acc sg ἀκώλιστος not divided into clauses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)